«Τίποτα δεν είναι λιγότερο εύκολο να περιγράψει κανείς από το κενό, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο να αποδώσει κανείς από τη μονοτονία», έλεγε ο Στέφαν Τσβάιχ. Φανταστείτε, λοιπόν, ότι σας έχουν καλέσει στα εγκαίνια μιας «αναδρομικής έκθεσης» (τα εισαγωγικά είναι δικά μου, αλλά έχουν τη σημασία τους) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού, με τίτλο «Κενά». Και ότι βγαίνοντας από την έκθεση, έρχεται η στιγμή να περιγράψετε και να σχολιάσετε στους φίλους σας (που δεν είχαν την ίδια τύχη με σας), ή στους αναγνώστες μιας σοβαρής εφημερίδας, αυτά που «είδατε» πρώτοι. Τι κρύβεται πίσω από τον ελάχιστα υποσχόμενο τίτλο της νέας έκθεσης του δραστήριου, αλλά επουδενί υπεράνω οικονομικής κρίσης, παρισινού μουσείου;
Εννέα αίθουσες εκκωφαντικά (απολαυστικά;) άδειες, με μοναδική «διακόσμηση» εννέα ονόματα καλλιτεχνών και επτά σύντομα επεξηγηματικά κείμενα τυπωμένα στους λευκούς του τοίχους. Δηλαδή, σχεδόν τίποτα. Κοροϊδία με περισπούδαστο περιτύλιγμα; Κακόγουστη φάρσα με τη βούλα ενός υπεράνω αμφισβήτησης θεσμού; Ή μήπως ιδιοφυές εκθεσιακό εύρημα, επιμελητικό έργο τέχνης, απάντηση-πιρουέτα στο πρόβλημα της αναδρομικής παρουσίασης καλλιτεχνικών συμβάντων, εναλλακτική λύση στη «βαρετή» πρακτική της παράθεσης ντοκουμέντων;
Αντιφατική αίσθηση
Η ιλιγγιωδώς αντιφατική αίσθηση έλξης/απώθησης, που υποβάλλει η ιδέα του κενού, έχει κάνει αισθητή την παρουσία της πριν καν αρχίσω να αφηγούμαι το αόρατο όσο και υπέρπυκνο περιεχόμενο των εννέα λευκών αιθουσών του Μπομπούρ. «Οσο κι αν οι άνθρωποι παλεύουν να κατακτήσουν τα πράγματα, λέει ένα κινέζικο απόφθεγμα, εκείνο που τους δίνει νόημα είναι το κενό»...
Αν η απάτη είναι κατά τη γνώμη μου γραμμένη (με λευκά γράμματα) στον ίδιο τον υπότιτλο («Κενά. Μια αναδρομική») μιας διοργάνωσης που διατείνεται ότι «συγκεντρώνει», «εκθέτει» και με αυτόν τον τρόπο «επανενεργοποιεί» καλλιτεχνικά έργα/χειρονομίες, συναρτώμενα εκ φύσεως και προθέσεως με τη συνθήκη που τα γέννησε, η δύναμη και η γενναιοδωρία του «κενού» είναι τέτοια, ώστε οι έξι επιμελητές των «Κενών» να βγαίνουν, φαινομενικά τουλάχιστον, δικαιωμένοι. Το κενό, το τίποτα, η σιωπή, η παύση, είναι λέξεις εξαιρετικά φορτισμένες σημασιολογικά και φαινομενολογικά, αφηρημένες έννοιες που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τον χώρο και τον χρόνο, με το πνεύμα και την ύλη, δηλαδή με τις υπαρξιακές και μεταφυσικές μας ανησυχίες. «Ενας κενός χώρος δημιουργεί έναν εξαιρετικά γεμάτο χρόνο», είπε κάποιος κάποτε, ατενίζοντας τους πίνακες του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο.
Αδειάζοντας εννέα αίθουσες στο βάθος του τετάρτου ορόφου του Μπομπούρ, στην πτέρυγα δηλαδή όπου φιλοξενείται η μόνιμη συλλογή σύγρονης τέχνης του μουσείου, ο Ελβετός πρωτοποριακός καλλιτέχνης Τζον Αρμλεντερ, ο νεαρός Γάλλος επιμελητής Ματιέ Κοπλάν και η παρέα τους (Gustav Metzger, Mai-Thu Perret, Clive Phillpot και Laurent Le Bon) καταφέρνουν με το λιγότερο δυνατό κόστος (δεν πληρώνει κανείς επιπλέον εισιτήριο για να δει τα «Κενά», αλλά για να τα «δει» πρέπει να διασχίσει τη μόνιμη συλλογή) να τραβήξουν την προσοχή και τα βήματα των μη υποψιασμένων επισκεπτών, σε μερικά όχι και τόσο γνωστά, αλλά σημαδιακά, επεισόδια της ιστορίας της τέχνης του β΄ μισού του 20ού αιώνα.
Αν για τους Κινέζους βουδιστές το Κενό είναι ο «Δρόμος» της κάθαρσης και της απελευθέρωσης από την τυραννία της ύπαρξης, η σχέση των δυτικών καλλιτεχνών με το κενό ως πραγματικότητα, και όχι ως αναπαράσταση, φέρει το στίγμα μιας σημαντικής ανατροπής των αντιλήψεων μας περί της μορφής. Στη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης που καταργεί τα είδη, ένα έργο τέχνης δεν έχει απαραίτητα υλική υπόσταση (γλυπτό, εγκαταστάση, πίνακας κ.λπ.), δεν είναι μόνο δράση, χάπενινγκ, κατάσταση, βίντεο ή περιβάλλον.
«Ας μην κάνουμε τίποτα, και ίσως είναι τέχνη», είχε πει προφητικά ο Αντι Γουόρχολ. Εργο τέχνης μπορεί να είναι μια αφήγηση, ένα κείμενο, οι έννοιες, μια ελάχιστη δράση και οι σκέψεις που εκείνη πυροδοτεί, η ίδια η «έκθεση» ως γεγονός, ή ακόμα, η ίδια η κριτική στάση του καλλιτέχνη απέναντι στο μουσείο και την γκαλερί ως φορείς θεσμοποίησης ή εμπορευματοποίησης της τέχνης.
Ογκος αέρα
Ας πάρουμε για παράδειγμα το The Air-Conditioning Show, 1966-1967, των Βρετανών πρωτοπόρων της εννοιολογικής τέχνης Art & Language, ένα από τα πρώτα, χρονολογικά, «κενά» του Μπομπούρ. Το εν λόγω έργο, η «έκθεση» ενός «όγκου (ελεύθερου) αέρα», υπήρξε αρχικά ως ιδέα (1966), στη συνέχεια παρουσιάστηκε με τη μορφή μιας σειράς «Σημειώσεων πάνω στον Κλιματισμό» (Arts Magazine, 1967) και εν τέλει ως εκθεσιακό γεγονός. Ξεκινώντας από μια αναζήτηση ενός «μοντέλου έκθεσης του μηδέν» οι Τέρι Ατκινσον και Μάικλ Μπάλντουιν εκθέτουν στο κείμενο τους τις σκέψεις τους πάνω στην υπόσταση του έργου τέχνης, ως σημείο, αλλά και ως σώμα (ύλη), τη σχέση του με το ιστορικό ή θεσμικό του πλαίσιο και συγκείμενο. Το παραλειφθέν κείμενο, που όμως θα βρείτε μαζί με άλλα πολύτιμα ντοκουμέντα στον πλούσιο και απαραίτητο κατάλογο της έκθεσης (540 σελ., 39 ευρώ), είναι κατά συνέπεια όχι μόνο μέρος του έργου (βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας '60), αλλά και αυτό που του επιτρέπει να αποκτήσει νόημα.
Οπως μέρος της ιστορικής έκθεσης του Yves Kleiμε τον ερμητικό τίτλο «Η εξειδίκευση της αισθαντικότητας ως πρώτη ύλη σε ζωγραφική αισθαντικότητα στερεοποιημένη» είναι η σκηνοθεσία που είχε σχεδιάσει ο προκλητικός Γάλλος καλλιτέχνης για το βράδυ των εγκαινίων, στις 28 Απριλίου 1958, στην γκαλερί της ελληνίδας Ιρις Κλερτ. Το «φαινομενικά μόνο κενό», όπως έλεγε ο ίδιος, της άδειας λευκής γκαλερί, έφερε την ουσία και την «αισθαντικότητα» του αγαπημένου του «αποϋλοποιημένου» μπλε χρώματος, το περίφημο «Μπλε Klein», με το οποίο είχε φροντίσει να βάψει εξωτερικά τη βιτρίνα και τα παράθυρα της γκαλερί, και να χρωματίσει το (μπλε) κοκτέιλ που προσφερόταν στους καλεσμένους...
Δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ εδώ και να αναλύσω τα υπόλοιπα σκηνοθετικά εφέ της υπερβατικής «ατμόσφαιρας» του ροδοσταυρίτη Ιβ Κλεν (όπως το σχέδιο του να φωτίσει με μπλε Κλεν τον οβελίσκο της Place de la Concorde), εκείνο όμως που θέλω να υπογραμίσω είναι οι διαφορετικές, αλλά αλληλένδετες, εκδηλώσεις ενός ακόμη μη επαναλήψιμου έργου/γεγονότος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου